φαιοκίτρινος

φαιοκίτρινος
-η, -ο, Ν
σταχτοκίτρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + κίτρινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κίτρινος — η, ο (AM κίτρινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ. β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.) νεοελλ. 1. ωχρός στην όψη, χλομός 2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινο α) το χρώμα τού κίτρου ή η χρωστική ύλη που… …   Dictionary of Greek

  • χακί — το (λ. γαλλ. ινδικής αρχής) 1. φαιοκίτρινος ή φαιοπράσινος χρωματισμός υφασμάτων που χρησιμοποιείται για στρατιωτικές στολές. 2. ύφασμα τέτοιου χρώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”